- βαθυγάλανος
- η , ο тёмно-голубой
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βαθυγάλανος — η, ο ο βαθυγάλαζος: Βαθυγάλανος ουρανός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βαθυγάλανος — η, ο αυτός που έχει βαθύ, σκούρο γαλάζιο χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαθύς + γαλανός. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
βαθύ- — [ΕΤΥΜΟΛ. < βαθύς. Ο τ. χρησιμεύει ως α συνθετικό πολλών λέξεων της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής και δηλώνει: 1. αυτόν που έχει βάθος πρβλ. βαθύκολπος, βαθύπεδος, βαθύρριζος αρχ. βαθυαγκής, βαθύγαιος, βαθυδινήεις, βαθυκύμων,… … Dictionary of Greek